- φῖτυ
- φῖτυneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φίτυ — τὸ, Α (ποιητ. τ.) φίτυμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φῖ τυ (για το σπάνιο επίθημα τυ, πρβλ. ἄσ τυ) ανάγεται, κατά την επικρατέστερη άποψη, στη μορφή *bhū τής ΙΕ ρίζας *bhew «αυξάνομαι, μεγαλώνω» (για τη ρίζα αυτή βλ. λ. φύω) και έχει προέλθει από αμάρτυρο τ … Dictionary of Greek
φίτυμα — φίτῡμα , φίτυμα shoot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
bheu-, bheu̯ǝ- (bhu̯ā-, bhu̯ē-) : bhō̆ u- : bhū- — bheu , bheu̯ǝ (bhu̯ā , bhu̯ē ) : bhō̆ u : bhū English meaning: to be; to grow Deutsche Übersetzung: ursprũnglich “wachsen, gedeihen” Note: (probably = “to swell”), compare O.Ind. prábhūta ḥ with O.Ind. bhūri ḥ etc under *b(e)u … Proto-Indo-European etymological dictionary
υπερφίαλος — η, ο / ὑπερφίαλος, ον, ΝΜΑ μτφ. αλαζόνας, αλαζονικός, θρασύς, αυθάδης (α. «έχει πολλές και υπερφίαλες αξιώσεις» β. «ἔπη ὑπερφίαλα», Απολλ. Ρόδ. γ. «ὑπερφιάλου ἁγεμόνος δείσαντες ὕβριν», Πίνδ. δ. «ἐπεὶ οἱ παῑδες ὑπερφίαλοι καὶ ἄπιστοι», Ομ. Ιλ.)… … Dictionary of Greek
φιτυποίμην — ενος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) φυτοκόμος, κηπουρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῖτυ «κλαδί, βλαστάρι» + ποιμήν, ένος] … Dictionary of Greek
φιτύω — Α [φῑτυ] 1. φυτεύω, σπέρνω 2. φέρνω στη ζωή, δημιουργώ («ὅστις δ ἀνωφέλητα φιτύει τέκνα», Σοφ.) 3. μεσ. φιτύομαι (για γυναίκα) γεννώ, τίκτω («Ἠὼς... Κεφάλῳ φιτύσατο υἱόν», Ησίοδ.) … Dictionary of Greek